φορμαρισμένος

φορμαρισμένος
η , ο спорт., мед. находящийся в форме;

πολύ φορμαρισμένη ομάδα — команда, находящаяся в хорошей форме


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "φορμαρισμένος" в других словарях:

  • φορμαρισμένος — η, ο, Ν (για πράγμ.) διαμορφωμένος, σχηματισμένος 2. (για προσ.) αυτός που βρίσκεται σε φόρμα, σε καλή φυσική κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φορμάρω + κατάλ. ισμένος τών μτχ. τών ρ. σε ίζομαι] …   Dictionary of Greek

  • φορμάρω — φόρμαρα και φορμάρισα, φορμαρίστηκα, φορμαρισμένος 1. διαμορφώνω, σχηματίζω, πλάθω. 2. η μτχ. παθ. πρκ. ως επίθ., φορμαρισμένος, η, ο αυτός που βρίσκεται σε φόρμα, που έχει γίνει πολύ ικανός, πολύ άξιος: Φορμαρισμένος ποδοσφαιριστής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεφορμάρω — 1. βγάζω κάτι από τη φόρμα του, από το καλούπι του 2. αλλάζω το κανονικό σχήμα ενός αντικειμένου, την αρχική μορφή του, προσδίδω σε κάτι άλλη μορφή, τό κάνω να χάσει τη φόρμα του 3. μέσ. ξεφορμάρομαι παύω να είμαι φορμαρισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • φορμάρομαι — φορμάρομαι, φορμαρίστηκα, φορμαρισμένος βλ. πίν. 54 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»